συνεδρεια

συνεδρεια
    συνεδρεία
     v. l. = συνεδρία См. συνεδρια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συνεδρεια" в других словарях:

  • συνεδρεία — συνεδρείᾱ , συνεδρεία sitting as fem nom/voc/acc dual συνεδρείᾱ , συνεδρεία sitting as fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεδρείᾳ — συνεδρείᾱͅ , συνεδρεία sitting as fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεδρεία — η, ΝΑ [συνεδρεύω] συνεδρία …   Dictionary of Greek

  • συνεδρείας — συνεδρείᾱς , συνεδρεία sitting as fem acc pl συνεδρείᾱς , συνεδρεία sitting as fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεδρείαν — συνεδρείᾱν , συνεδρεία sitting as fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεδρία — η, ΝΑ, και συνέδρα Α [σύνεδρος] συνέδριο, συνεδρίαση, σύσκεψη αρχ. 1. συντροφιά, παρέα φίλων («ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία», Πολ.) 2. το να κατέχει κανείς το αξίωμα τού συνέδρου 3. (για πτηνά) συναγελασμός 4. (ειδικά) η συνεδρίαση τής Ρωμαϊκής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»